- βεβαίωση
- Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης σχέσης, π.χ. για να μεταγραφεί η αποδοχή της κληρονομιάς, πρέπει να βεβαιωθεί ο θάνατος του κληρονομούμενου.
Η β. της υπηρεσίας τους δίνει στους δημόσιους υπάλληλους τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την ιδιότητά τους όπου τους χρειάζεται. Η ιατρική β. δίνει τη δυνατότητα στον άρρωστο να πάρει άδεια από την εργασία του κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη β. ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης, π.χ. γέννησης, γάμου, θανάτου κλπ., αν δεν έχει συνταχθεί κανονικά ληξιαρχική πράξη για οποιονδήποτε λόγο, της παύσης της πληρεξουσιότητας ή εντολής για να κηρυχθεί ανίσχυρο το έγγραφο με το οποίο δόθηκε, της ανυπαρξίας κληρονόμων μιας περιουσίας προκειμένου να περιέλθει στο δημόσιο κλπ.
Από την άποψη του ποινικού δικαίου, η ψευδής β. τιμωρείται σε πολλές περιπτώσεις, όπως όταν περιέχεται σε καταθέσεις μαρτύρων, πραγματογνωμόνων, διερμηνέων, στην περίπτωση που κάποιος κατορθώνει με απάτη να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο γεγονός με έννομες συνέπειες. Επίσης, και στην περίπτωση ψεύτικων β. γιατρών, φαρμακοποιών, χημικών και μαιών.
* * *η (AM βεβαίωσις) [βεβαιώ]1. επικύρωση, επιβεβαίωση2. καθορισμός, εξακρίβωσηνεοελλ.1. επίσημο υπηρεσιακό έγγραφο που χορηγείται στον ενδιαφερόμενο για θέματα υπηρεσιακής κατάστασης κ.λπ.2. η γνώση που δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη αλλά συνοδεύεται από κάποιο δισταγμό του δικαστή3. φρ. «ένορκη βεβαίωση» — κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφουαρχ.-μσν.στερέωση, εξασφάλισημσν.ασφάλεια, σιγουριάαρχ.1. (νομ.) εγγύηση2. φρ. «εἰς βεβαίωσιν» — εις το διηνεκές, επ' άπειρον3. φρ. «βεβαιώσεως δίκη» — δίκη σχετική με την επίλυση οικονομικών διαφόρων που διεξαγόταν ενώπιον των θεσμοθετών.
Dictionary of Greek. 2013.